Ήταν εκεί η Μαίρη, η πιο καλή φίλη της μαμάς μου. Ήμασταν οι δυο μας στο σπίτι. Είχε έρθει να κάνει πρόβα ένα φόρεμα που της έφτιαχνε η μαμά μου, αλλά η μαμά μου δεν ήταν εκεί, την περιμέναμε πίνοντας καφέ.
Η Μαίρη σηκώθηκε, και μου είπε: "Θα πάω λίγο στην τουαλέτα, θα αργήσω, είμαι σίγουρη. Επειδή έχει πολλή ζέστη, θα αφήσω την πόρτα λίγο ανοιχτή. Μην έρθεις προς τα εκεί, εντάξει; Αν έρθει η μαμά σου εντωμεταξύ, θα την κλείσω εγώ την πόρτα, θα ακούσω που θα μπει"..
Χωρίς λόγο, σφίχτηκε το στομάχι μου. Μου έβαζε μια taboo "απαγόρευση" και ταυτόχρονα μου άφηνε ανοιχτή την πόρτα - κυριολεκτικά και μεταφορικά!
Έπινα τον καφέ μου στο μπαλκόνι, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η μαμά μου, θα αργούσε πολύ, να πω στη Μαίρη να φύγει, και να έρθει αύριο το μεσημέρι. Όταν έκλεισα το τηλέφωνο, συνειδητοποίησα ότι η Μαίρη είχε αργήσει πάρα πολύ, και ότι το πεδίο ήταν εντελώς ελεύθερο, γιατί δεν θα ερχόταν κανείς στο σπίτι ως το βράδυ..
Σηκώθηκα πολύ δειλά, και πήγα έξω από την πόρτα του μπάνιου. Δεν μπορούσα να δω τη Μαίρη, ούτε εκείνη εμένα.. Η πόρτα άνοιγε προς τα μέσα, και έκρυβε τη λεκάνη. Με έτρωγε μια περιέργεια, και είχα έναν πρωτόγνωρο ερεθισμό. Η πόρτα ήταν ανοιχτή, ορθάνοιχτη.
Εντελώς αθόρυβα, κρατώντας και την αναπνοή μου ακόμα, έστησα αυτί. Την άκουσα να σφίγγεται και να βογκάει. Πρέπει να υπέφερε πολύ..
Έμεινα εκεί πολλή ώρα. Αιώνας μου φάνηκε. Είχα ερεθιστεί από τα βογκητά της. Ήθελα να τη δω, αλλά δεν τολμούσα να μπω μέσα..
Πήρα μια βαθιά ανάσα! Πήγα λίγο πιο πίσω, και (σα να είχα έρθει μόλις στο σημείο) φώναξα: "κυρία Μαίρη, πήρε τηλέφωνο η μαμά, δε θα έρθει τελικά, είπε να έρθετε αύριο, και είπα να σας το πω"..
Είχα κοκκινίσει και ένοιωθα ηλίθια.. αλλά δεν μπόρεσα να αντισταθώ..
Καμία απόκριση από μέρους της..
Δευτερόλεπτα που ήταν αιώνας..
Τελικά μίλησε, αφού άφησε έναν αναστεναγμό κούρασης και απογοήτευσης: "Εντάξει.. Είσαι εδώ;"
Ναι, είπα δειλά και αμήχανα..
"Μου φέρνεις σε παρακαλώ ένα τσιγάρο;"
Τσακίστηκα να πάω να της το φέρω..
Ήρθα πάλι έξω από την τουαλέτα, και ρώτησα, αμήχανα πάντα: "Να το φέρω;"
"Αχ, μπες σε παρακαλώ, ναι, δώστο μου", είπε εκείνη.
Μπήκα μέσα, κρατώντας το πακέτο με τα τσιγάρα μου, και τον αναπτήρα.
Την είδα και ερεθίστηκα ακόμη πιο πολύ.. Ήταν καθισμένη με τα χέρια πάνω στα πόδια, διπλωμένη στα δύο, και όλο το σώμα της γερμένο προς τα μπροστά. Ήταν φανερό ότι πονούσε και υπέφερε. Είχε βγάλει τη μπλούζα, και ήταν μόνο με το σουτιέν από πάνω. Το παντελόνι της ήταν κάτω στους αστραγάλους της, μαζί με το κυλοτάκι της.
Ήταν κατακόκκινη στο πρόσωπο, από την ένταση και την προσπάθεια. Ήταν και μούσκεμα στον ιδρώτα. Όλο το ζόρι, η δυσκολία και η ένταση ήταν χαραγμένα στο πρόσωπό της.
Με κοίταξε με ένα βλέμμα απελπισίας, αχανές και θολό.
Ήμουν αμήχανη, ντρεπόμουν, αλλά ταυτόχρονα είχα αυτόν τον απροσδιόριστο ερεθισμό..
"Δεν μπορώ", μου είπε.. Μόνο αυτό.. Της έδωσα το πακέτο με τα τσιγάρα, έβγαλε ένα, το άναψε, ρούφηξε μια βαθιά τζούρα, και σφίχτηκε πάλι πολύ..
Καθόμουν εκεί, όρθια, και την κοιτούσα, μην ξέροντας τι να κάνω, και μην ξέροντας πολύ περισσότερο τι θέλω να κάνω..
Αναστέναξε μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να ενεργηθεί..
"Κάτσε λίγο να μου κάνεις παρέα αν δε σε πειράζει, μια και μπήκες", μού είπε..
Κάθισα στην άκρη της μπανιέρας, δίπλα της σχεδόν.
"Σου είπα ότι θα αργήσω, δε στο είπα;" με ρώτησε, μη περιμένοντας απάντηση..
Την κοιτούσα..
"Αχ, να μην είχα αυτή τη δυσκοιλιότητα, και τι στον κόσμο", μου είπε, τελειώνοντας το τσιγάρο.
"Υποφέρω πολύ", συνέχισε, "χρόνια τώρα"..
"Δεν παίρνετε κάτι;" τόλμησα να ρωτήσω.
"Τι να πάρω κορίτσι μου.. Τα πάντα έχω δοκιμάσει, τίποτα δε με πιάνει. Έχει εθιστεί ο οργανισμός τόσα χρόνια, τι να σου κάνει".. σταμάτησε απότομα, μισόκλεισε τα μάτια, και σφίχτηκε.. Έσπρωχνε μάταια, κοκκίνισε πάλι πολύ..
"Ξέρεις τι έχω πάθει τώρα;", μου είπε.. (εγώ να δεις τι έχω πάθει, είπα μέσα μου)..
"Τι;" ρώτησα, κοιτώντας τη έντονα..
"Έχουν βγει, εδώ είναι, έξω-έξω, αλλά έχουν κολλήσει. Πάντα αυτό παθαίνω. Είμαι στη φάση που δεν μπορώ να τα σπρώξω άλλο, δε βγαίνουν, αλλά δεν μπορώ και να σηκωθώ, γατί είναι εκεί, έχω ανοίξει, και πονάω. Αν κοιτάξεις, θα τα δεις, μου έχουν ανοίξει τον κώλο, τσούζω, πονάω, δεν προχωράνε άλλο. Αυτό είναι το μαρτύριο τώρα. Μια ώρα εδώ θα μείνω, να σπρώχνω και να σπρώχνω. Για να βγάλω τι; Μια τόση δα, που θα μου γδάρει και τον κώλο. Και θα μείνουν πάλι μέσα στο έντερο, και δε θα μπορώ ούτε να περπατήσω, ούτε να κάτσω, ούτε τίποτα. Κουράστηκα, δεν μπορώ, κάθε μέρα αυτά τραβάω.. " - ένας μονόλογος, απελπισμένος σχεδόν, τόσο ωμός, τόσο αληθινός, τόσο unlike her.. Ήταν έτοιμη να δακρύσει..
Έσκυψε μπροστά, και σφίχτηκε.. Σφίχτηκε πολύ, χωρίς ανάσα σχεδόν, και βόγκηξε. Καθόμουν στη μπανιέρα δίπλα της, και την κοιτούσα. Άπλωσε το χέρι της, και μου έπιασε το χέρι. Μου το έσφιξε πάρα πολύ, όπως σφιγγόταν εκείνη. "Συγγνώμη", μου είπε. "Μου φεύγουν και αέρια, και σε ντρέπομαι κορίτσι μου.. Πήγαινε έξω αν θες. Θα προσπαθήσω να σηκωθώ κι εγώ".
Με κοιτούσε, την κοιτούσα.. Δεν ήθελα να πάω έξω.. Άλλωστε εκείνη μου είπε "αν θες"..
Σηκώθηκα, έσκυψα, και γονάτισα μπροστά της. Την 'αγκάλιασα' σχεδόν με τα χέρια μου, για να φτάσω πίσω στα κωλομέρια της. Τα άνοιξα και έβαλα το δάχτυλό μου, ψάχνοντας στα τυφλά την τρύπα της. Ένοιωσα τη σκληρή άκρη από την κουρ@δα της. Τόσο σφιχτή, δε μου λέρωσε καν το δάχτυλο. Σφιγγόταν, βογκούσε, έκλανε, αναστέναζε..
Της άνοιξα την τρύπα, έβαλα βαθιά το δάχτυλό μου, και "τράβηξα" ουσιαστικά με το χέρι μου τα κακά της.. Βγήκε μια μικρή μάζα, μετά άλλη μία, και μετά άρχισε να βγαίνει μια τεράστια.. την ένοιωθα στο χέρι μου.. γλιστρούσε.. Εκείνη έσπρωχνε, βογκούσε, ζοριζόταν, αλλά είχε αρχίσει να ανακουφίζεται. Έβγαζε και αναστεναγμούς ευχαρίστησης, και αυτό με τρέλανε..
Επί 5 λεπτά έβγαιναν, είχε να ενεργηθεί μέρες.. Μύριζαν, είχαν γίνει πιο μαλακά πλέον, είχα λερωθεί, αλλά την κρατούσα ανοιχτή πίσω, με τα δάχτυλά μου, και μου τα έσπρωχνε, στο χέρι, και μετά στη λεκάνη.. Κάθε τόσο κοιτούσα το πρόσωπό της, και έβλεπα ανακούφιση σε αυτό..
Κάποια στιγμή με φίλησε στο κεφάλι, στα μαλλιά, όπως φιλάνε τα μικρά παιδιά.
"Δεν έχω άλλα κορίτσι μου", μου είπε.. "Αχ, πόσο σε ευχαριστώ! "..
Χωρίς να μιλήσω, πήρα χαρτί, κι άρχισα να τη σκουπίζω.. Με κοιτούσε, ήταν αμήχανη κι εκείνη, αλλά είχε τόσο έντονα ζωγραφισμένη την ανακούφιση στο πρόσωπό της, που ήταν σαν οργασμός..
Εκείνο το βράδυ, στο κρεββάτι μου, βίωσα κι εγώ τον πιο έντονο οργασμό της ζωής μου..!
Πηγή:
bourdela.comΥ.Γ: Την παραπάνω ιστοριούλα την έλαβα με mail από τον Shin Salim.